κοινοτικός

κοινοτικός
-ή, -ό [κοινότητα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινότητα (α. «κοινοτικό συμβούλιο» β. «κοινοτικός κώδικας»)
2. φρ. α) «κοινοτική επιχείρηση»
(οικον.) επιχείρηση που φορέας της είναι η δημοτική αρχή μιας πόλης ή μιας κοινότητας
β) «κοινοτική προτίμηση»
(εμπ.) βασική αρχή που χαρακτηρίζει τις εμπορικές συναλλαγές τής Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με τρίτες χώρες
γ) «κοινοτικό δίκαιο»
(δίκ.) το δίκαιο τής Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας
δ) «κοινοτικό κεκτημένο»
(δίκ.) το σύνολο τών κοινών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ως αποτέλεσμα τής κοινής πολιτικής τών κρατών-μελών που διαμορφώνεται στη βάση τών συνθηκών, τού παράγωγου δικαίου και τής καθημερινής κοινωνικής πρακτικής.
επίρρ...
κοινοτικά και -ώς
με κοινοτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοινοτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινότητα: Είναι κοινοτικός υπάλληλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ληξίαρχος — ο (Α ληξίαρχος) νεοελλ. δημόσιος, δημοτικός ή κοινοτικός υπάλληλος ο οποίος τηρεί τα ληξιαρχικά βιβλία αρχ. 1. άρχοντας στην Αθήνα ο οποίος ενέγραφε στο ληξιαρχικό βιβλίο τους ενηλικιούμενους νέους 2. αρχή στην Αθήνα που είχε ως έργο να ελέγχει… …   Dictionary of Greek

  • προεστός — ο, θηλ. προεστή / προεστώς, ῶσα, ώς, ΝΜΑ νεοελλ. 1. κοινοτικός άρχοντας επί τουρκοκρατίας, πρόκριτος 2. γέροντας, γερόντισσα, σεβαστός, σεβαστή νεοελλ. μσν. προσηγορία επισκόπου, ηγουμένου ή πρωθιερέα αρχ. αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προεστώς… …   Dictionary of Greek

  • Βράιλα — (Braila). Πόλη (231.600 κάτ. το 2002) της ανατολικής Ρουμανίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διαμερίσματος (4.766 τ. χλμ., 383.606 κάτ. το 2002) στη Βλαχία. Η πόλη είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του Δούναβη, όχι μακριά από τις εκβολές του.… …   Dictionary of Greek

  • εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …   Dictionary of Greek

  • Καρντούτσι, Τζοζουέ — (Giosuè Carducci, Βαλ ντι Καστέλο, Δούκα 1835 – Μπολόνια 1907). Ιταλός ποιητής. Ο πατέρας του, κοινοτικός γιατρός, καρμπονάρος και οπαδός του Ματσίνι, και η μητέρα του ήταν οι πρώτοι του δάσκαλοι. Από το 1849 έως το 1852 ο Κ. σπούδασε στη… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδόπουλος Κεραμεύς, Αθανάσιος — (Δράκια Πηλίου 1856 – Πετρούπολη 1912). Έλληνας βυζαντινολόγος. Μεγάλωσε και σπούδασε στις Κυδωνίες και στο Αδραμύττι της Μικράς Ασίας. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Σμύρνη, όπου το 1873 διορίστηκε κοινοτικός δάσκαλος και κατόπιν επιμελητής του… …   Dictionary of Greek

  • Παρασκευάς, Αμφιλόχιος — Λόγιος ιερομόναχος του 17ου αι. Καταγόταν από τα Ιωάννινα και αρχικά δίδαξε στην Κοζάνη ως οικοδιδάσκαλος και στη συνέχεια ως κοινοτικός διδάσκαλος (1779 97). Αργότερα, εγκαταστάθηκε στον Βελβενδό, όπου συνέχισε το διδακτικό του έργο. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”